- παρόμοιοι
- παρόμοιοςclosely resemblingmasc nom/voc plπαρόμοιοςclosely resemblingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρομοιοῖ — παρομοιόω compare pres ind mp 2nd sg παρομοιόω compare pres opt act 3rd sg παρομοιόω compare pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
άμβροτος — ἄμβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος 2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός 3. εξαίσιος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός τού ουσ. θεός.… … Dictionary of Greek
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
ισομορφισμός — Φαινόμενο που βασίζεται στο γεγονός ότι δύο ουσίες που διαφέρουν ως προς τη χημική σύσταση έχουν τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος. Ο ι. παρατηρείται, για παράδειγμα, σε ουσίες του τύπου ανθρακικού ασβεστίου και ανθρακικού ψευδαργύρου·… … Dictionary of Greek
κλιματοθεραπεία — Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική… … Dictionary of Greek
μυκόπλασμα — Ομάδα μικροοργανισμών που είναι παρόμοιοι, αλλά μικρότεροι, από τα βακτηρίδια. Ένα είδος είναι από τα αίτια αναπνευστικών νόσων. * * * το (μικρβλ.) κάθε μέλος τής τάξης μυκοπλάσματα και γένος τής τάξης αυτής, στο οποίο ανήκουν και πολλά είδη που… … Dictionary of Greek
παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… … Dictionary of Greek